λιαστός

λιαστός
και ηλιαστός, -ή, -ό
αυτός που παρασκευάστηκε με έκθεση στον ήλιο (α. «λιαστή ντομάτα» β. «λιαστό κρασί» — κρασί που παρασκευάστηκε από σταφύλια που προηγουμένως είχαν εκτεθεί στον ήλιο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. *ἡλιαστός < ἡλιάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λιαστός, -ή — ό αυτός που ξεράθηκε στον ήλιο: Έφτιαξε μια σάλτσα με λιαστές ντομάτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλιαστός — ή, ό [ηλιάζω] βλ. λιαστός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”